παρακατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[δίπλα]] σε κάποιον («ἀλλ' οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῡ [[γυναίκα]] παρακατακλίνων», Αισχίν.).
|mltxt=Α<br />[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[δίπλα]] σε κάποιον («ἀλλ' οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῡ [[γυναίκα]] παρακατακλίνων», Αισχίν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακατακλίνω:''' [ι], [[εναποθέτω]] [[παραδίπλα]], [[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]], τον [[βάζω]] για ύπνο με [[κάτι]], <i>τινά τινι</i>, σε Αισχίν., σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακατακλίνω Medium diacritics: παρακατακλίνω Low diacritics: παρακατακλίνω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: parakataklínō Transliteration B: parakataklinō Transliteration C: parakataklino Beta Code: parakatakli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A lay down beside, put to bed with, τινά τινι Aeschin.2.149, Luc.DDeor.6.4, Artem.4.61.

German (Pape)

[Seite 481] (s. κλίνω), daneben, dabei niederlegen; ins Bett zur ehelichen Gemeinschaft, τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκά τινι, Aesch. 2, 149, wie Luc. D. D. 6, 4; Ath. VIII, 351 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, τινά τινι Αἰσχίν. 48.10, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

faire coucher auprès de ; Pass. se coucher ou être couché auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κατακλίνω.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον («ἀλλ' οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῡ γυναίκα παρακατακλίνων», Αισχίν.).

Greek Monotonic

παρακατακλίνω: [ι], εναποθέτω παραδίπλα, βάζω κάποιον στο κρεβάτι, τον βάζω για ύπνο με κάτι, τινά τινι, σε Αισχίν., σε Λουκ.