παραίρημα: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[παραιρώ]]<br /><b>1.</b> η [[άκρη]] μάλλινου υφάσματος η οποία [[είναι]] πιο χοντρή από το [[κυρίως]] ύφασμα<br /><b>2.</b> [[ταινία]], [[λωρίδα]]. | |mltxt=τὸ, Α [[παραιρώ]]<br /><b>1.</b> η [[άκρη]] μάλλινου υφάσματος η οποία [[είναι]] πιο χοντρή από το [[κυρίως]] ύφασμα<br /><b>2.</b> [[ταινία]], [[λωρίδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραίρημα:''' -ατος, τό, [[άκρη]] ή ούγια υφάσματος (που κόβεται από τον ράφτη)· γενικά, [[λωρίδα]], [[ταινία]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A edge or selvage of cloth: generally, band, strip, Th.4.48; prob. for παραίρεμα or πάρερμα in Hp.Off.12; expld. by παράρματα ἱματίων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 480] τό, Sahlband, Sahlleiste, dergleichen an den Tüchern angewebt waren und vom Schneider weggenommen wurden, Poll. 7, 64 u. a. VLL.; bei Thuc. 4, 48 Streifen od. Schleifen zum Erhängen.
Greek (Liddell-Scott)
παραίρημα: τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις μέρος τῶν ἐσθήτων, Πολυδ. Ζ΄, 64· καθόλου, ταινία, λωρίς, Θουκ. 4. 48· οὕτως ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, πάρερμα, ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ παραίρημα· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, ὅπερ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ συνήθης τύπος, διότι ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bande, rognure qu’on ôte d’une pièce de drap, d’un vêtement.
Étymologie: παραιρέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α παραιρώ
1. η άκρη μάλλινου υφάσματος η οποία είναι πιο χοντρή από το κυρίως ύφασμα
2. ταινία, λωρίδα.
Greek Monotonic
παραίρημα: -ατος, τό, άκρη ή ούγια υφάσματος (που κόβεται από τον ράφτη)· γενικά, λωρίδα, ταινία, σε Θουκ.