παραλήρησις: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[παραληρώ]]<br />[[ελαφρά]] ή πρόσκαιρη [[παραφροσύνη]]. | |mltxt=ἡ, Α [[παραληρώ]]<br />[[ελαφρά]] ή πρόσκαιρη [[παραφροσύνη]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραλήρησις -εως, ἡ [παραληρέω] verward gepraat. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A raving, delirium, Hp.Epid.7.5.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, das Albernreden, delirium, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραλήρησις: ἡ, ἀνόητος ὁμιλία, παραλάλημα, ἐλαφρὰ ἢ πρόσκαιρος παραφροσύνη, Ἱππ. 1210G.
Greek Monolingual
ἡ, Α παραληρώ
ελαφρά ή πρόσκαιρη παραφροσύνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλήρησις -εως, ἡ [παραληρέω] verward gepraat.