Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρασπίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φέρω]] την [[ασπίδα]] μου [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] [[κοντά]] του [[κατά]] την [[μάχη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> («[τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῑς βραχίοσι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με αριθμούς) [[τοποθετώ]] [[ανάμεσα]] ή στο πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπ</i>-[[ασπίζω]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φέρω]] την [[ασπίδα]] μου [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] [[κοντά]] του [[κατά]] την [[μάχη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> («[τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῑς βραχίοσι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με αριθμούς) [[τοποθετώ]] [[ανάμεσα]] ή στο πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπ</i>-[[ασπίζω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρασπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[φέρω]] [[ασπίδα]] στο πλάι, δηλ. [[μάχομαι]] [[πλησίον]], [[στέκομαι]] δίπλα, σε Ευρ.· μεταφ., (<i>τόξα</i>) <i>παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπίζω Medium diacritics: παρασπίζω Low diacritics: παρασπίζω Capitals: ΠΑΡΑΣΠΙΖΩ
Transliteration A: paraspízō Transliteration B: paraspizō Transliteration C: paraspizo Beta Code: paraspi/zw

English (LSJ)

   A bear a shield beside, i.e. fight beside, stand by, ἅρμασιν E.Ion 1528 ; τινι D.H.3.19 : abs., E.Ph.1435 : metaph., [τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι Id.HF1099 : Arith., of numbers, place beside or on the flanks, Iamb. in Nic.p.40 P. (Act. and Pass.).

German (Pape)

[Seite 499] daneben, dabei, mit dem Schilde in der Hand stehen u. fechten, τινί, Eur. Ion 1528; Plut. Pelop. 18; D. Hal. 3, 19 u. a. Sp. – Uebh. Gefährte sein, ἀδελφὴ ἡ παρασπίζουσ' ὁμοῦ, Eur. Phoen. 1444, vgl. Herc. Fur. 1099.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπίζω: φέρω ἀσπίδα πλησίον τινός, δηλ. μάχομαι παρά τινι, ἵσταμαι πλησίον τινὸς ἐν τῇ μάχῃ, Εὐρ. Ἴων 1528, Φοίν. 1435, Διον. Ἁλ. 3. 19· - μεταφορικ., [τόξα] παρασπίζοντ’ ἐμοῖς βραχίοσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1990.

French (Bailly abrégé)

tenir son bouclier près de, d’où
1 défendre, protéger, τινι;
2 p. ext. être compagnon ou compagne de, τινι.
Étymologie: παρά, ἀσπίζω.

Greek Monolingual

Α
1. φέρω την ασπίδα μου κοντά σε κάποιον
2. μάχομαι κοντά σε κάποιον, στέκομαι κοντά του κατά την μάχη
3. μτφ. («[τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῑς βραχίοσι», Ευρ.)
4. (σχετικά με αριθμούς) τοποθετώ ανάμεσα ή στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. υπ-ασπίζω)].

Greek Monotonic

παρασπίζω: μέλ. -σω, φέρω ασπίδα στο πλάι, δηλ. μάχομαι πλησίον, στέκομαι δίπλα, σε Ευρ.· μεταφ., (τόξα) παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι, στον ίδ.