παραψυχή: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, <b>επιγρ.</b>, [[παραψυχίη]], ἡ, ΜΑ<br />[[παρηγοριά]], [[παραμυθία]] (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον.<br />β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>-<i>ε</i>-<i>ψύχ</i>-<i>ην</i>, αόρ. β' του [[παραψύχω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-[[ψυχή]], <i>κατα</i>-[[ψυχή]])]. | |mltxt=και, <b>επιγρ.</b>, [[παραψυχίη]], ἡ, ΜΑ<br />[[παρηγοριά]], [[παραμυθία]] (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον.<br />β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>-<i>ε</i>-<i>ψύχ</i>-<i>ην</i>, αόρ. β' του [[παραψύχω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-[[ψυχή]], <i>κατα</i>-[[ψυχή]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραψῠχή:''' ἡ, [[αναψυχή]], [[αναζωογόνηση]], [[παραμυθία]], σε Ευρ.· ἀλγέων [[παραψυχή]], στον ίδ.· <i>παραψυχὴ τῷ πένθει</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A cooling, refreshment, consolation, ἀντὶ πολλῶν E.Hec.280 ; ἀλγέων π. Id.Or.62 ; π. βίου Is.2.13 ; π. κινδύνων Aristid.Or.44(17).12 ; χαλεπῶν Iamb.Protr.20 ; π. τῷ πένθει D.60.32 : in pl., παραψυχὰς . . φροντίδων ἀνεύρετο ταύτας Timocl.6.4.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, Kühlung, Erquickung, Trost; Eur. Hec. 280; ἔχει τιν' ἀλγέων παραψυχήν, Or. 62; φροντίδων, Timocl. bei Ath. VI, 223 b; βίου, Isae. 2, 13; Dem. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραψῡχή: ἡ, ἀναψυχή, ἀνάψυξις, παραμυθία, ἡ δ᾿ ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχὴ Εὐρ. Ἑκ. 280· μετὰ γεν., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 62 (ἔνθα ἴδε Πόρσ.)· π. βίου Ἰσαῖ. 19. 17· π. τῷ πένθει Δημ. 1399. 18· ἐν τῷ πληθ., παραψυχὰς ... φροντίδων ἀνεύρατο ταύτας Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιάζουσαις» 1. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παραψυχή· παραμυθία».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
rafraîchissement ; fig. adoucissement, consolation.
Étymologie: παραψύχω.
Greek Monolingual
και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ
παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον.
β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ-ε-ψύχ-ην, αόρ. β' του παραψύχω (πρβλ. ανα-ψυχή, κατα-ψυχή)].
Greek Monotonic
παραψῠχή: ἡ, αναψυχή, αναζωογόνηση, παραμυθία, σε Ευρ.· ἀλγέων παραψυχή, στον ίδ.· παραψυχὴ τῷ πένθει, σε Δημ.