παροίνιος: Difference between revisions
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ον, Α [[πάροινος]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχημονεί στο [[μεθύσι]] του, που κάνει [[κακό]] [[μεθύσι]] («ὅτι [[παροίνιος]] [[ἀνήρ]] ἔφυ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή αρμόζει στο [[κρασί]], στο [[μεθύσι]], ή αυτός που συνοδεύει την [[οινοποσία]], τα συμπόσια (α. «ἀγὼν [[παροίνιος]]», Φίλ.<br />β. «ἰωνικὴ [[ὄρχησις]] [[παροίνιος]]», <b>Αθήν.</b><br />γ. «παροίνιοι ᾠδαὶ» ή «παροίνια [[μέλη]]» — τα άσματα που έψαλλαν στα συμπόσια, όπως ήταν τα σκόλια). | |mltxt=ον, Α [[πάροινος]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχημονεί στο [[μεθύσι]] του, που κάνει [[κακό]] [[μεθύσι]] («ὅτι [[παροίνιος]] [[ἀνήρ]] ἔφυ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή αρμόζει στο [[κρασί]], στο [[μεθύσι]], ή αυτός που συνοδεύει την [[οινοποσία]], τα συμπόσια (α. «ἀγὼν [[παροίνιος]]», Φίλ.<br />β. «ἰωνικὴ [[ὄρχησις]] [[παροίνιος]]», <b>Αθήν.</b><br />γ. «παροίνιοι ᾠδαὶ» ή «παροίνια [[μέλη]]» — τα άσματα που έψαλλαν στα συμπόσια, όπως ήταν τα σκόλια). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παροίνιος:''' -ον ([[οἶνος]]),<br /><b class="num">I.</b> = [[παροινικός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αρμόζει σε όμιλο συμποσιαζόντων, σε Λουκ.· <i>παροίνια</i>, τραγούδια που ακούγονται σε συμπόσια, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A f.l. for πάροινος, Id.Ach.981. IIbefitting a drinking party, ὄρχησις Ath.14.629e, cf. Luc.Salt.34; ἀγών Ph.1.353 ; π. ᾠδαί, μέλη, drinking songs, Sch.Ar.V.1217,1231 ; τὰ Πραξίλλης παροίνιαdrinking songs, ib.1232 ; τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Plu. Dem.4.
German (Pape)
[Seite 525] zum Weine gehörig, dabei gebräuchlich, z. B. ᾆσμα, ὄρχησις, Ath. XIV, 629 e Luc. salt. 34, u. dergleichen; daher τὰ παροίνια, sc. μέλη, Trinklieder, Böckh Pind. frg. p. 555, wie Schol. Ar. Vesp. 1231 σκόλια erkl. τὰ παροίνια μέλη; vgl. Plut. Dem. 4. – Von Menschen, trunken, in der Trunkenheit stech, Ar. Ach. 981, wo der Schol. μέθυσος καὶ ὑβριστής erkl.
Greek (Liddell-Scott)
παροίνιος: -ον, (οἶνος) = παροινικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 981. ΙΙ. ὁ ἁρμόζων. εἰς ὅμιλον συμποσιαζόντων, ᾆσμα, ὄρχησις, Ἀθήν. 629Ε, Λουκ. π. Ὀρχ. 34· τὰ παροίνια, ᾄσματα ἀνήκοντα εἰς συμπόσια, ὡς τὰ σκόλια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1232· τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Πλουτ. Δημοσθ. 4· πρβλ Böckh εἰς Πίνδ. Ἀποσπ. σ. 555.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne l’ivresse ou les gens ivres ; τὰ παροίνια (μέλη) PLUT les chansons à boire, les chansons bachiques.
Étymologie: πάροινος.
Greek Monolingual
ον, Α πάροινος
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του, που κάνει κακό μεθύσι («ὅτι παροίνιος ἀνήρ ἔφυ», Αριστοφ.)
2. αυτός που γίνεται ή αρμόζει στο κρασί, στο μεθύσι, ή αυτός που συνοδεύει την οινοποσία, τα συμπόσια (α. «ἀγὼν παροίνιος», Φίλ.
β. «ἰωνικὴ ὄρχησις παροίνιος», Αθήν.
γ. «παροίνιοι ᾠδαὶ» ή «παροίνια μέλη» — τα άσματα που έψαλλαν στα συμπόσια, όπως ήταν τα σκόλια).
Greek Monotonic
παροίνιος: -ον (οἶνος),
I. = παροινικός, σε Αριστοφ.
II. αυτός που αρμόζει σε όμιλο συμποσιαζόντων, σε Λουκ.· παροίνια, τραγούδια που ακούγονται σε συμπόσια, σε Πλούτ.