πεζέταιροι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και πεζαίτεροι, οι, ΝΜΑ<br />οι πεζοί σωματοφύλακες τών Μακεδόνων βασιλέων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους εφίππους που ονομάζονταν εταίροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]].
|mltxt=και πεζαίτεροι, οι, ΝΜΑ<br />οι πεζοί σωματοφύλακες τών Μακεδόνων βασιλέων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους εφίππους που ονομάζονταν εταίροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεζέταιροι:''' οἱ, οι πεζοί στρατιώτες στο Μακεδονικό στρατό· οι ιππείς λέγονταν <i>ἑταῖροι</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζέταιροι Medium diacritics: πεζέταιροι Low diacritics: πεζέταιροι Capitals: ΠΕΖΕΤΑΙΡΟΙ
Transliteration A: pezétairoi Transliteration B: pezetairoi Transliteration C: pezetairoi Beta Code: peze/tairoi

English (LSJ)

οἱ,

   A foot-guards in the Macedon. army (cf. ἑταῖρος), D.2.17, Anaximen. Lampsac.4J., Plu.Flam. 17, 2.197c.

German (Pape)

[Seite 542] οἱ, eine aus erlesenem Fußvolk gebildete, zu einer Art Leibwache bestimmte Schaar im macedonischen Heere, zum Unterschiede von den Garde-Reitern, die schlechtweg ἑταῖροι heißen, Dem. 2, 17, Plut. Flam. 17. In B. A. 289 wird erkl. οἱ περὶ τὸ σῶμα τοῦ Φιλίππου φρουροί· ἦσαν δὲ οὗτοι καὶ πρῶτοι καὶ ἰσχυροί.

Greek (Liddell-Scott)

πεζέταιροι: οἱ, οἱ πεζοὶ σωματοφύλακες τοῦ Μακεδον. στρατοῦ, οἱ δὲ ἔφιπποι σωματοφ. ἐκαλοῦντο ἁπλῶς ἑταῖροι, Δημ. 23, 2, Πλουτ. Φλαμιν. 17., 2. 197C· πρβλ. Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδ. τ. 5. σ. 179. - Κατὰ Φώτ. «Πεζέταιροι: Δημοσθένης ἐν Φιλιππικοῖς· Ἀναξιμένης δὲ ἐν πρώτῳ Φιλιππικῶν περὶ Ἀλεξάνδρου λέγων φησίν· ἔπειτα τοὺς μὲν ἐνδοξοτάτους ἱππεύειν συνεθίσας, ἑταίρους προσηγόρευσεν, τοὺς δὲ πλείστους καὶ τοὺς πεζούς .. πεζεταίρους ὠνόμασεν».

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
fantassins gardes du corps du roi de Macédoine.
Étymologie: πεζός, ἑταῖρος.

Greek Monolingual

και πεζαίτεροι, οι, ΝΜΑ
οι πεζοί σωματοφύλακες τών Μακεδόνων βασιλέων, σε αντιδιαστολή προς τους εφίππους που ονομάζονταν εταίροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἑταῖρος.

Greek Monotonic

πεζέταιροι: οἱ, οι πεζοί στρατιώτες στο Μακεδονικό στρατό· οι ιππείς λέγονταν ἑταῖροι, σε Δημ.