πειστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πειστήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πειστήριο</i> [[κάθε]] [[αντικείμενο]] που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα [[έγκλημα]] που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η [[ενοχή]] ή η [[αθωότητα]] του κατηγορουμένου, αποδεικτικό [[στοιχείο]], [[τεκμήριο]], [[απόδειξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να πείθει, ο [[πειστικός]] («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<i>με</i> συριστικοποίηση του -<i>θ</i>-προ του -<i>τ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>πιεσ</i>-<i>τήριος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[πειστήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πειστήριο</i> [[κάθε]] [[αντικείμενο]] που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα [[έγκλημα]] που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η [[ενοχή]] ή η [[αθωότητα]] του κατηγορουμένου, αποδεικτικό [[στοιχείο]], [[τεκμήριο]], [[απόδειξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να πείθει, ο [[πειστικός]] («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<i>με</i> συριστικοποίηση του -<i>θ</i>-προ του -<i>τ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>πιεσ</i>-<i>τήριος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πειστήριος:''' -α, -ον, = το επόμ., [[πειστικός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειστήριος Medium diacritics: πειστήριος Low diacritics: πειστήριος Capitals: ΠΕΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: peistḗrios Transliteration B: peistērios Transliteration C: peistirios Beta Code: peisth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A persuasive, winning, λόγοι E.IT 1053.

German (Pape)

[Seite 547] zum Ueberreden gehörig, überredend, λόγοι, Eur. I. T. 1053.

Greek (Liddell-Scott)

πειστήριος: -α, -ον, ὁ καταπείθων, πειστικός, λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre à persuader, persuasif.
Étymologie: πείθω.

Greek Monolingual

-α, -ο / πειστήριος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει, ο πειστικός («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -τήριος (με συριστικοποίηση του -θ-προ του -τ-), πρβλ. πιεσ-τήριος].

Greek Monotonic

πειστήριος: -α, -ον, = το επόμ., πειστικός, σε Ευρ.