πεζοθηρικός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(31)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]] χερσαίων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρικός</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>θηρία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ζωο</i>-<i>θηρικός</i>].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]] χερσαίων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρικός</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>θηρία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ζωο</i>-<i>θηρικός</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=πεζοθηρικός -ή -όν [πεζοθηρία] betreffende de jacht op landdieren.
}}
}}

Revision as of 10:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοθηρικός Medium diacritics: πεζοθηρικός Low diacritics: πεζοθηρικός Capitals: ΠΕΖΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: pezothērikós Transliteration B: pezothērikos Transliteration C: pezothirikos Beta Code: pezoqhriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the hunting of land-animals (opp. fishing), τὸ π. εἶδος Pl.Sph. 220a (but πεζο-θηρία, ἡ, ib.223b, is prob. spurious).

German (Pape)

[Seite 542] ή, όν, zur Landjagd gehörig, Plat. Soph. 220 a.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοθηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θήραν χερσαίων ζῴων (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀνήκοντα εἰς τὴν ἁλιείαν) Πλάτ. Σοφιστ. 220Α· ― πεζοθηρία, ἡ, αὐτόθι 223Β, εἶναι πιθ. νόθον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -θηρικός (< -θηρία < θήρ), πρβλ. ζωο-θηρικός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζοθηρικός -ή -όν [πεζοθηρία] betreffende de jacht op landdieren.