πελεκᾶς: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ᾶντος, ὁ, Α<br />το [[πτηνό]] [[δρυοκολάπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελεκάν]], -<i>ᾶνος</i> με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i>, -<i>ᾶντος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀλλᾶς]], -<i>ᾶντος</i><br /><b>βλ.</b> -<i>όεις</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-ᾱτος, ὁ, Α<br />αυτός που κατασκευάζει πελέκεις, τσεκούρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[πελλάς]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ᾶντος, ὁ, Α<br />το [[πτηνό]] [[δρυοκολάπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελεκάν]], -<i>ᾶνος</i> με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i>, -<i>ᾶντος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀλλᾶς]], -<i>ᾶντος</i><br /><b>βλ.</b> -<i>όεις</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-ᾱτος, ὁ, Α<br />αυτός που κατασκευάζει πελέκεις, τσεκούρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[πελλάς]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πελεκᾶς:''' -ᾶντος, ὁ, αυτός που τρώει ξύλα, τρυποκάρυδος, σαν να πρόκειται για πουλί-ξυλουργό (από το [[πελεκάω]]), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ,
A woodpecker, as if joiner-bird (from πελεκάω), Ar. Av.884, 1155.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκᾶς: -ᾶντος, ὁ, ὁ δρυοκολάπτης ἢ «ξυλοφαγᾶς», οἰονεὶ ὁ ξυλουργὸς (ἐκ τοῦ πελεκάω), Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, πρβλ. 1155, 1157.
French (Bailly abrégé)
ᾶντος (ὁ) :
pivert, oiseau, ou pê c. πελεκάν.
Étymologie: πελεκάω.
Greek Monolingual
(I)
-ᾶντος, ὁ, Α
το πτηνό δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν, -ᾶνος με επίθημα -ᾶς, -ᾶντος (πρβλ. ἀλλᾶς, -ᾶντος
βλ. -όεις)].———————— (II)
-ᾱτος, ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει πελέκεις, τσεκούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + επίθημα -ᾶς (πρβλ. πελλάς)].
Greek Monotonic
πελεκᾶς: -ᾶντος, ὁ, αυτός που τρώει ξύλα, τρυποκάρυδος, σαν να πρόκειται για πουλί-ξυλουργό (από το πελεκάω), σε Αριστοφ.