πενταφυής: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει πενταπλή [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>φυής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει πενταπλή [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>φυής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεντᾰφυής:''' -ές ([[φυή]]), με πενταπλάσια [[φύση]], [[πενταπλός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of five-fold nature : five, ὄνυχες AP7.383 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 557] ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰφυής: -ές, ὁ πενταπλοῦς τὴν φύσιν, πέντε, ὄνυχες Ἀνθ. Π. 7. 383.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
quintuple.
Étymologie: πέντε, φύω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πενταπλή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. δι-φυής].
Greek Monotonic
πεντᾰφυής: -ές (φυή), με πενταπλάσια φύση, πενταπλός, σε Ανθ.