πέπρωται: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br />(ως τριτοπρόσ.) [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]], [[είναι]] γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πόρω]]. | |mltxt=ΝΑ<br />(ως τριτοπρόσ.) [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]], [[είναι]] γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πόρω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
πέπρωτο, πεπρωμένος,
A v. Πόρω. πέπτᾰμαι, πεπτᾰμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c’est l’arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.
Greek Monolingual
ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.
Greek Monotonic
πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.