περίδραξις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άξεως, ἡ, ΜΑ [[περιδράσσομαι]]<br />η [[σύλληψη]], η [[κατανόηση]] (α. «[[περίδραξις]] τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων [[περίδραξις]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να πιάνει [[κανείς]] με το [[χέρι]] [[κάτι]]. | |mltxt=-άξεως, ἡ, ΜΑ [[περιδράσσομαι]]<br />η [[σύλληψη]], η [[κατανόηση]] (α. «[[περίδραξις]] τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων [[περίδραξις]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να πιάνει [[κανείς]] με το [[χέρι]] [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίδραξις:''' εως ἡ схватывание, обхватывание Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A grasping with the hands, τινος Plu.2.392b, cf. 979d.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Umfassen mit den Händen, Plut. de εἰ ap. Delph. 18.
Greek (Liddell-Scott)
περίδραξις: ἡ, τὸ περιδράττεσθαι, Πλούτ. 2. 392Α, πρβλ. 979D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de saisir avec la main.
Étymologie: περιδράσσομαι.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, ΜΑ περιδράσσομαι
η σύλληψη, η κατανόηση (α. «περίδραξις τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων περίδραξις»)
αρχ.
το να πιάνει κανείς με το χέρι κάτι.
Russian (Dvoretsky)
περίδραξις: εως ἡ схватывание, обхватывание Plut.