περιηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(32)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=περιηγοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]] [[κάπου]] για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, [[κάνω]] τουρισμό<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και [[βλέπω]] τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιγράφω]] [[λεπτομερώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε άγνωστο [[μέρος]], του [[δείχνω]] τον δρόμο («Ἐπιάλτης γάρ ἐστι ὁ περιηγησάμενος τὸ [[ὄρος]] κατὰ τὴν ἀτραπόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> περιφέρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῦμαι</i> «[[οδηγώ]]»].
|mltxt=περιηγοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]] [[κάπου]] για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, [[κάνω]] τουρισμό<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και [[βλέπω]] τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιγράφω]] [[λεπτομερώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε άγνωστο [[μέρος]], του [[δείχνω]] τον δρόμο («Ἐπιάλτης γάρ ἐστι ὁ περιηγησάμενος τὸ [[ὄρος]] κατὰ τὴν ἀτραπόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> περιφέρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῦμαι</i> «[[οδηγώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

περιηγοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ
1. ταξιδεύω κάπου για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, κάνω τουρισμό
2. επισκέπτομαι χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και βλέπω τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα
μσν.-αρχ.
περιγράφω λεπτομερώς
αρχ.
1. οδηγώ κάποιον σε άγνωστο μέρος, του δείχνω τον δρόμο («Ἐπιάλτης γάρ ἐστι ὁ περιηγησάμενος τὸ ὄρος κατὰ τὴν ἀτραπόν», Ηρόδ.)
2. περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἡγοῦμαι «οδηγώ»].