πεπεισμένως: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(31) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>2.</b> εκ πεποιθήσεως («[[ὑπήκοον]] αὐτὸν κατασκευάζειν μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ [[πεπεισμένως]]», Ιάμβλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπεισμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[πείθω]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>2.</b> εκ πεποιθήσεως («[[ὑπήκοον]] αὐτὸν κατασκευάζειν μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ [[πεπεισμένως]]», Ιάμβλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπεισμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[πείθω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεπεισμένως:''' <b class="num">1)</b> с полным доверием Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> уверенно, смело Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A confidently, π. διεγγυώμενος D.L.9.71, cf. 4.56 ; from conviction, Ptol.Alm.2.6, Iamb.VP30.175 : f.l. in Str.15.1.24 (ἀπεφεισμένως cj. Mein.).
German (Pape)
[Seite 560] (πείθω), dreist, zuversichtlich, Strab. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεπεισμένως: Ἐπίρρ., πεποιθότως, μετὰ πεποιθήσεως, εὐθαρσῶς, μετὰ θάρρους, Στράβ. 696, Διογ. Λ. 4. 56.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με εμπιστοσύνη
2. εκ πεποιθήσεως («ὑπήκοον αὐτὸν κατασκευάζειν μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ πεπεισμένως», Ιάμβλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπεισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πείθω.
Russian (Dvoretsky)
πεπεισμένως: 1) с полным доверием Diog. L.;
2) уверенно, смело Diog. L.