περίρρυσις: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(32) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perirrysis | |Transliteration C=perirrysis | ||
|Beta Code=perirrusis | |Beta Code=perirrusis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[περιρροή]] 1, <span class="bibl">Agatharch.50</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[περιρροή]] 1, <span class="bibl">Agatharch.50</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[violent discharge]], Gal.19.456.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:00, 1 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = περιρροή 1, Agatharch.50. II violent discharge, Gal.19.456.
Greek (Liddell-Scott)
περίρρῠσις: -εως, ἡ, = περιρροή, νῆσον ποιεῖ (ὁ ποταμὸς) τῇ περιρρύσει τὴν Μερόην Ἀγάθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 451. 35. ΙΙ. ἰσχυρὰ ῥοὴ εἰς τὰ πέριξ, αἱμορραγία ἐστὶν αἵματος λάβρος ἔκχυσις κατὰ περίρρυσιν μὲν μεγάλης οὔσης τρώσεως, κατ’ ἀκοντισμὸν δὲ εἰς στενότητα τυγχάνουσα ὡς ἐπὶ φλεβοτομιῶν Γαλην. τ. 19. σ. 456, 15.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α
1. περιρροή, το να ρέει κάτι γύρω γύρω, από παντού
2. ακατάσχετη ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρρυσις (< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. κατά-ρρυσις].