περιολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(32)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ολισθαίνω]], [[γλιστρώ]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[γλιστρώ]] εδώ κι [[εκεί]], [[ξεγλιστρώ]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλισθάνω]] «[[γλιστρώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ολισθαίνω]], [[γλιστρώ]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[γλιστρώ]] εδώ κι [[εκεί]], [[ξεγλιστρώ]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλισθάνω]] «[[γλιστρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιολισθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[ολισθαίνω]] [[ολόγυρα]], [[ξεγλιστρώ]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιολισθάνω Medium diacritics: περιολισθάνω Low diacritics: περιολισθάνω Capitals: ΠΕΡΙΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: periolisthánō Transliteration B: periolisthanō Transliteration C: periolisthano Beta Code: periolisqa/nw

English (LSJ)

   A slip about. Hp.Art.47; slip away all round, Id.VM 22. cf. D.H. 14.10 ; ναῦς π. slips off the engine, Plu.Marc.15 ; τὰ βέλη π. ἀπὸ [τῶν βυρσῶν] glance off them, J.BJ3.7.10: metaph., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα (v.l. for δι-) Plu.2.1089d : later περιολισθ-ολισθαίνω, metaph., wander, stray from the point, Plot.2.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

περιολισθάνω: ὀλισθαίνω εἰς τὰ πλάγια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· ὀλισθαίνω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18· μέχρις οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφθέντων καὶ διασφενδονισθέντων, κενὴ προσπέσοι τοῖς τείχεσιν ἢ περιολίσθοι τῆς λαβῆς ἀνείσης Πλουτ. Μάρκελλ. 15· ὡς περιολισθάνοι ἀπ’ αὐτῶν τὰ λοιπὰ βέλη Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· μεταφορ., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα Πλούτ. 2. 1089D. - Παρὰ μεταγεν., -ολισθαίνω.

French (Bailly abrégé)

1 glisser tout autour ; glisser à côté de ou hors de;
2 fig. se glisser dans, avec εἰς et l’acc..
Étymologie: περί, ὀλισθάνω.

Greek Monolingual

Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ προς τα πλάγια
2. γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
3. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀλισθάνω «γλιστρώ»].

Greek Monotonic

περιολισθάνω: αόρ. βʹ -ώλισθον, ολισθαίνω ολόγυρα, ξεγλιστρώ, σε Πλούτ.