πεσσεύω: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πεττεύω]] Α [[πεσσός]]<br /><b>1.</b> [[παίζω]] πεσσούς<br /><b>2.</b> (για την [[τύχη]]) [[ρυθμίζω]] τη ζωή τών ανθρώπων σαν να [[είναι]] τυχερό [[παιχνίδι]]. | |mltxt=και [[πεττεύω]] Α [[πεσσός]]<br /><b>1.</b> [[παίζω]] πεσσούς<br /><b>2.</b> (για την [[τύχη]]) [[ρυθμίζω]] τη ζωή τών ανθρώπων σαν να [[είναι]] τυχερό [[παιχνίδι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεσσεύω:''' Αττ. πεττ-, μέλ. <i>-σω</i>, [[παίζω]] τους πεσσούς (βλ. [[πεσσός]]), σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. πεττ-,
A play at draughts, Heraclit.52, Pl.Alc.1.110e, R.487b, X.Mem.3.9.9, etc.: prov., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει fortune gambles with human affairs, Ph.2.85.
German (Pape)
[Seite 603] att. -ττεύω, mit den Steinen, πεσσοῖς, im Brett spielen, indem man sie nach den Spielregeln setzt und zieht; Plat. Rep. VI, 487 b; Xen. Mem. 3, 9, 9; Pol. 40, 7, 2 u. Sp.; auch übertr., wie Philo, τύχης ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττευούσης.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσεύω: Ἀττ. πεττ-, παίζω τοὺς πεσσοὺς (ἴδε ἐν λέξ. πεσσός), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Ε, Πολ. 487Β, Ξεν Ἀπομν. 3. 9, 9, κτλ.· παροιμ., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει, παίζει μὲ τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων, Φίλων 2. 85.
French (Bailly abrégé)
jouer au trictrac.
Étymologie: πεσσός.
Greek Monolingual
και πεττεύω Α πεσσός
1. παίζω πεσσούς
2. (για την τύχη) ρυθμίζω τη ζωή τών ανθρώπων σαν να είναι τυχερό παιχνίδι.
Greek Monotonic
πεσσεύω: Αττ. πεττ-, μέλ. -σω, παίζω τους πεσσούς (βλ. πεσσός), σε Πλάτ., Ξεν.