περίχειρον: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(32)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[βραχιόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>χειρα</i>].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[βραχιόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>χειρα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίχειρον:''' τό ([[χείρ]]), [[βραχιόλι]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίχειρον Medium diacritics: περίχειρον Low diacritics: περίχειρον Capitals: ΠΕΡΙΧΕΙΡΟΝ
Transliteration A: perícheiron Transliteration B: pericheiron Transliteration C: pericheiron Beta Code: peri/xeiron

English (LSJ)

τό,

   A armlet, bracelet, Plb.2.29.8:—Dim. περι-χειρίδιον, τό, Hsch. s.v. ἀβάκχευτον ; also περι-χείριον, τό, Poll.1.185.

Greek (Liddell-Scott)

περίχειρον: τό, κόσμημα τῆς χειρός, ψέλιον, «βραχιόλι», Λατ. armilla, Πολύβ. 2. 29, 8· οὕτω περιχείριον, Πολυδ. Α΄, 185· -χειρίδιον, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀβάκχευτον, ἣν ἑρμηνεύει: «λινοῦν ὕφασμα περιχειρίδιον»· πρβλ. περί-σφυρον, -σφύριον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bracelet.
Étymologie: περί, χείρ.
Syn. ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, σφιγγίον, ψέλιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -χειρον (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. επί-χειρα].

Greek Monotonic

περίχειρον: τό (χείρ), βραχιόλι, σε Πολύβ.