πεώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, Α [[πέος]]<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πέος]] σε [[στύση]]. | |mltxt=-ες, Α [[πέος]]<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πέος]] σε [[στύση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεώδης:''' [[mutoniatus]] Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A with a large πέος, Luc.Lex.12; cf. πεοίδης.
German (Pape)
[Seite 607] ες, mit einem starken männlichen Gliede versehen, Luc. Lex. 11.
Greek (Liddell-Scott)
πεώδης: -ες, ὁ ἔχων μέγα καὶ ἐξωγκωμένον πέος, ὡσαύτως πεοίδης, Λουκ. Λεξιφάν. 12.
Greek Monolingual
-ες, Α πέος
αυτός που έχει μεγάλο πέος σε στύση.
Russian (Dvoretsky)
πεώδης: mutoniatus Luc.