Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεύκινος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πεύκινα</i><br />τα κλαδιά πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πεύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πεύκινα</i><br />τα κλαδιά πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεύκινος:''' -η, -ον ([[πεύκη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πεύκο]] ή [[ξύλο]] πεύκου, σε Σοφ.· <i>πεύκινα δάκρυα</i>, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το [[πεύκο]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεύκῐνος Medium diacritics: πεύκινος Low diacritics: πεύκινος Capitals: ΠΕΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: peúkinos Transliteration B: peukinos Transliteration C: peykinos Beta Code: peu/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of, from, or made of pine or pine wood, κορμοί E.Hec.575; λαμπάς S. Tr.1198; π. δάκρυ tear of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, E.Med.1200; ῥητίνη Dsc.1.71; πεύκινα, τά, pine-logs, Plb. 5.89.1, cf. IG12.342.70.

German (Pape)

[Seite 607] von der Fichte kommend, gemacht, fichten; λαμπάς, Soph. Trach. 1188; κορμοί, Eur. Hec. 575; δάκρυ, das von der Fichte tröpfelnde Harz, Med. 1200; ξύλα, Pol. 5, 89, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πεύκῐνος: -η, -ον, (πεύκη) ὁ ἐκ πεύκης ἢ πεποιημένος ἐκ ξύλου πεύκης, π. κορμὸς Εὐρ. Ἑκάβ. 575· λαμπὰς Σοφ. Τρ. 1198 π. δάκρυα, δηλ. αἱ ῥητινώδεις σταγόνες αἱ στάζουσαι ἐξ αὐτῆς, Εὐρ. Μήδ. 1200· οὕτω, πεύκης νοτὶς Ἀνθ. Παλ. 11. 248.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui coule d’un pin : δάκρυ EUR goutte de résine;
2 en bois de pin.
Étymologie: πεύκη.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεύκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεύκο
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τα πεύκινα
τα κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

πεύκινος: -η, -ον (πεύκη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πεύκο ή ξύλο πεύκου, σε Σοφ.· πεύκινα δάκρυα, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το πεύκο, σε Ευρ.