πηλόδομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(32)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />χτισμένος με [[λάσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μουσό</i>-<i>δομος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />χτισμένος με [[λάσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μουσό</i>-<i>δομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηλόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, <i>τοῖχοι</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλόδομος Medium diacritics: πηλόδομος Low diacritics: πηλόδομος Capitals: ΠΗΛΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: pēlódomos Transliteration B: pēlodomos Transliteration C: pilodomos Beta Code: phlo/domos

English (LSJ)

ον,

   A clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti avec du limon.
Étymologie: πηλός, δέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
χτισμένος με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό-δομος].

Greek Monotonic

πηλόδομος: -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.