πλάγος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(32)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />(δωρ. λ.) το πλάγιο [[μέρος]], η [[πλευρά]], το πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. [[πλάγιος]], πιθ. [[κατά]] το [[πλάτος]].
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />(δωρ. λ.) το πλάγιο [[μέρος]], η [[πλευρά]], το πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. [[πλάγιος]], πιθ. [[κατά]] το [[πλάτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλάγος:''' τό, [[πλευρά]], αρχ. Δωρ. [[λέξη]].
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάγος Medium diacritics: πλάγος Low diacritics: πλάγος Capitals: ΠΛΑΓΟΣ
Transliteration A: plágos Transliteration B: plagos Transliteration C: plagos Beta Code: pla/gos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό,

   A side, Dor. word, Tab.Heracl.1.66.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγος: τό, τὸ πλάγιον μέρος, ἀρχαία Δωρ. λέξις, ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ πλάγιος Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
mot dor.
côté.
Étymologie: cf. πλάγιος.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος, πιθ. κατά το πλάτος.

Greek Monotonic

πλάγος: τό, πλευρά, αρχ. Δωρ. λέξη.