πλύσιμο: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(33)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πλύσιμον]], ΝΜΑ<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «βγαίνει στο [[πλύσιμο]]» i) ξεβάφει [[κατά]] την [[πλύση]]<br />ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι [[κάτι]] απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] του σπιτιού όπου γίνεται η [[πλύση]], το [[πλυσταρειό]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[πλύσιμα]]<br /><i>η</i> [[αμοιβή]] του πλύντη ή της πλύντριας για το [[πλύσιμο]] ρούχων, τα πλυστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλύσις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέσ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το / [[πλύσιμον]], ΝΜΑ<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «βγαίνει στο [[πλύσιμο]]» i) ξεβάφει [[κατά]] την [[πλύση]]<br />ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι [[κάτι]] απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] του σπιτιού όπου γίνεται η [[πλύση]], το [[πλυσταρειό]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[πλύσιμα]]<br /><i>η</i> [[αμοιβή]] του πλύντη ή της πλύντριας για το [[πλύσιμο]] ρούχων, τα πλυστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλύσις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέσ</i>-<i>ιμο</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

το / πλύσιμον, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλύνω
νεοελλ.
φρ. «βγαίνει στο πλύσιμο» i) ξεβάφει κατά την πλύση
ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί
αρχ.
1. μέρος του σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, το πλυσταρειό
2. στον πληθ. τὰ πλύσιμα
η αμοιβή του πλύντη ή της πλύντριας για το πλύσιμο ρούχων, τα πλυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύσις + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο)].