πολιάτας: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. του [[πολιήτης]]) <b>βλ.</b> [[πολίτης]].
|mltxt=ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. του [[πολιήτης]]) <b>βλ.</b> [[πολίτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολιάτας:''' ὁ, Δωρ. αντί [[πολιήτης]], αντίθ. προς [[ξεῖνος]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 19:19, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιάτας Medium diacritics: πολιάτας Low diacritics: πολιάτας Capitals: ΠΟΛΙΑΤΑΣ
Transliteration A: poliátas Transliteration B: poliatas Transliteration C: poliatas Beta Code: polia/tas

English (LSJ)

[ᾱτ], α, ὁ, Aeol. and Dor. for πολιήτης, opp. ξένος, Alc.Supp.14.6, Id.Oxy.1233 Fr.22.3, Pi.I.1.51, Leg.Gort.10.35, lsyll. 21.

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, dor. = πολιήτης, Pind. I. 1, 51, im Ggstz von ξένος.

Greek (Liddell-Scott)

πολιάτας: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πολιήτης, ἀντίθετον τῷ ξεῖνος, Πινδ. Ι. 1. 74.

English (Slater)

πολιᾱτας
   1 citizen κέρδος ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον (I. 1.51)

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α
(αιολ. και δωρ. τ. του πολιήτης) βλ. πολίτης.

Greek Monotonic

πολιάτας: ὁ, Δωρ. αντί πολιήτης, αντίθ. προς ξεῖνος, σε Πίνδ.