ποικιλόνωτος: Difference between revisions

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα [[νώτα]], [[αιολόνωτος]] («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευρύ</i>-<i>νωτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα [[νώτα]], [[αιολόνωτος]] («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευρύ</i>-<i>νωτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει [[πλάτη]] με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόνωτος Medium diacritics: ποικιλόνωτος Low diacritics: ποικιλόνωτος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: poikilónōtos Transliteration B: poikilonōtos Transliteration C: poikilonotos Beta Code: poikilo/nwtos

English (LSJ)

ον,

   A with back of various hues, ὄφις Pi.P.4.249; δράκων E.IT1241(lyr.); δόρξ Id.HF376(lyr.).

German (Pape)

[Seite 650] mit buntem, schillerndem Rücken; ὄφις, Pind. P. 4, 249; δράκων, Eur. I. T. 1245; sp. D., wie Nonn. D. 19, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ποικιλόχροα, ὄφις Πινδ. 4. 442 δράκων Εὐρ. Ι. Τ. 1245· ποικιλόνωτον δόρκα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 376.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au dos tacheté.
Étymologie: ποικίλος, νῶτος.

English (Slater)

ποικῐλόνωτος
   1 with spotted back γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν (P. 4.249)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ-νωτος].

Greek Monotonic

ποικῐλόνωτος: -ον, αυτός που έχει πλάτη με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ.