πολισσόος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυλάγει [[πόλη]] ή πόλεις, [[προστάτης]] πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], επ. τ. του επιθ. [[σῶος]] «[[ασφαλής]], [[υγιής]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νηο</i>-(<i>σ</i>)[[σόος]], <i>ξενο</i>-<i>σσόος</i>. Τα συνθ. [[αυτού]] του τύπου έχουν δεχθεί την [[επίδραση]] τών συνθ. σε -[[σόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σευομαι</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυλάγει [[πόλη]] ή πόλεις, [[προστάτης]] πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], επ. τ. του επιθ. [[σῶος]] «[[ασφαλής]], [[υγιής]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νηο</i>-(<i>σ</i>)[[σόος]], <i>ξενο</i>-<i>σσόος</i>. Τα συνθ. [[αυτού]] του τύπου έχουν δεχθεί την [[επίδραση]] τών συνθ. σε -[[σόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σευομαι</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολισσόος:''' -ον ([[σῴζω]]), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολισσόος Medium diacritics: πολισσόος Low diacritics: πολισσόος Capitals: ΠΟΛΙΣΣΟΟΣ
Transliteration A: polissóos Transliteration B: polissoos Transliteration C: polissoos Beta Code: polisso/os

English (LSJ)

ον, (σῴζω)

   A guarding a city or cities, h.Mart.2.

German (Pape)

[Seite 656] Stadt rettend, beschützend; H. h. 7, 2; Orph. H. 88, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολισσόος: -ον, (σῴζω) ὁ σῴζων, φυλάττων πόλιν ἢ πόλεις, Ὕμν. Ὁμ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sauve la cité.
Étymologie: πόλις, σῴζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυλάγει πόλη ή πόλεις, προστάτης πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -σσόος (< σόος, επ. τ. του επιθ. σῶος «ασφαλής, υγιής»), πρβλ. νηο-(σ)σόος, ξενο-σσόος. Τα συνθ. αυτού του τύπου έχουν δεχθεί την επίδραση τών συνθ. σε -σόος (< σευομαι)].

Greek Monotonic

πολισσόος: -ον (σῴζω), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.