πολύαγρος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που συλλαμβάνει [[πολλά]] θηράματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>αγρος</i>, <i>πάν</i>-<i>αγρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που συλλαμβάνει [[πολλά]] θηράματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>αγρος</i>, <i>πάν</i>-<i>αγρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύαγρος:''' -ον ([[ἄγρα]]), αυτός που συλλαμβάνει [[πολλά]] θηράματα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαγρος Medium diacritics: πολύαγρος Low diacritics: πολύαγρος Capitals: ΠΟΛΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: polýagros Transliteration B: polyagros Transliteration C: polyagros Beta Code: polu/agros

English (LSJ)

ον,

   A catching much game, AP6.184 (Zos., Comp.).

German (Pape)

[Seite 659] auf der Jagd viel fangend, πολυαγρότερον αὐτὸν θές Zosim. 2 (VI, 184).

Greek (Liddell-Scott)

πολύαγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ συλλαμβάνων πολλὴν ἄγραν, Ἀνθ. Π. 6. 184.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend beaucoup de gibier.
Étymologie: πολύς, ἄγρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. εύ-αγρος, πάν-αγρος].

Greek Monotonic

πολύαγρος: -ον (ἄγρα), αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα, σε Ανθ.