πολυμηχανία: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και πολυμηχανίη, ἡ, Α [[πολυμήχανος]]<br />η [[εφευρετικότητα]], η [[ικανότητα]] να επινοεί [[κανείς]] τεχνάσματα.
|mltxt=και πολυμηχανίη, ἡ, Α [[πολυμήχανος]]<br />η [[εφευρετικότητα]], η [[ικανότητα]] να επινοεί [[κανείς]] τεχνάσματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠμηχᾰνία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[κατοχή]] και [[ικανότητα]] ανεύρεσης και ανάκλησης πολλών τρόπων διαφυγής, [[εφευρετικότητα]], [[ετοιμότητα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμηχᾰνία Medium diacritics: πολυμηχανία Low diacritics: πολυμηχανία Capitals: ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΙΑ
Transliteration A: polymēchanía Transliteration B: polymēchania Transliteration C: polymichania Beta Code: polumhxani/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A resourcefulness, inventiveness, Od.23.321, Plu.2.233e: pl., Man.6.483.

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, ion. -ίη, Reichthum an Kunstgriffen, Erfindsamkeit, Od. 23, 321 u. sp. D., wie Maneth. 6, 483, im plur.; auch Plut. Lac. apophth. p. 238.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμηχᾰνία: Ἰων. -ίη, τὸ πολλὰ μηχανᾶσθαι καὶ ἐπινοεῖν, Ὀδ. Ψ. 321, Πλούτ. 2. 233Ε· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 6. 483.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté inventive, industrie, adresse.
Étymologie: πολυμήχανος.

Greek Monolingual

και πολυμηχανίη, ἡ, Α πολυμήχανος
η εφευρετικότητα, η ικανότητα να επινοεί κανείς τεχνάσματα.

Greek Monotonic

πολῠμηχᾰνία: Ιων. -ίη, ἡ, κατοχή και ικανότητα ανεύρεσης και ανάκλησης πολλών τρόπων διαφυγής, εφευρετικότητα, ετοιμότητα, σε Ομήρ. Οδ.