Πολύμνια: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(33)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />μία από τις [[εννέα]] Μούσες, αυτή που συνθέτει πολλούς ύμνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i>].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />μία από τις [[εννέα]] Μούσες, αυτή που συνθέτει πολλούς ύμνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πολύμνια:''' ἡ, συνηρ. αντί <i>Πολυ-ύμνια</i>, η [[Πολύμνια]] ή Πολυύμνια, δηλ. αυτή που έχει πολλούς ύμνους, [[μία]] από τις [[εννέα]] Μούσες, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πολύμνια Medium diacritics: Πολύμνια Low diacritics: Πολύμνια Capitals: ΠΟΛΥΜΝΙΑ
Transliteration A: Polýmnia Transliteration B: Polymnia Transliteration C: Polymnia Beta Code: *polu/mnia

English (LSJ)

ἡ, contr. for Πολυύμνια, Polymnia or

   A Polyhymnia, she of the many hymns, one of the Muses, Hes.Th.78; later, the Muse of Lyric poetry, Sch.A.R.3.1; of learning (cf. Πολυμάθεια), Plu.2.746d; Πολυμνίς, ίδος, Kretschmer Griech.Vaseninschr.p.186.

Greek (Liddell-Scott)

Πολύμνια: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ Πολυΰμνια, δηλ. ἡ ἔχουσα πολλοὺς ὕμνους, μία τῶν ἐννέα Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 78· παρὰ μεταγεν., ἡ θεὰ τῆς λυρικῆς ποιήσεως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1· καὶ τῆς παιδείας, καλουμένη προσέτι καὶ Πολυμάθεια, Πλούτ. 2. 746Ε. ― Πολυμνίς, ίδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8185d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Polymnie, une des Muses.
Étymologie: p. *Πολυΰμνια, de πολύς, ὕμνος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
μία από τις εννέα Μούσες, αυτή που συνθέτει πολλούς ύμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὕμνος + κατάλ. -ια].

Greek Monotonic

Πολύμνια: ἡ, συνηρ. αντί Πολυ-ύμνια, η Πολύμνια ή Πολυύμνια, δηλ. αυτή που έχει πολλούς ύμνους, μία από τις εννέα Μούσες, σε Ησίοδ.