Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυκαρπία: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[πολύκαρπος]]<br /><b>1.</b> [[αφθονία]] καρπών<br /><b>2.</b> [[ευφορία]], [[γονιμότητα]] («[[ὅταν]]... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο ένα [[φυτό]] ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ζωής του.
|mltxt=η, ΝΑ [[πολύκαρπος]]<br /><b>1.</b> [[αφθονία]] καρπών<br /><b>2.</b> [[ευφορία]], [[γονιμότητα]] («[[ὅταν]]... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο ένα [[φυτό]] ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ζωής του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκαρπία:''' [[αφθονία]] σε φρούτα, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκαρπία Medium diacritics: πολυκαρπία Low diacritics: πολυκαρπία Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: polykarpía Transliteration B: polykarpia Transliteration C: polykarpia Beta Code: polukarpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr.CP4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, Reichthum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Ggstz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότηταὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Greek Monotonic

πολῠκαρπία: αφθονία σε φρούτα, σε Ξεν.