ποντοθήρης: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αλιέας που ψαρεύει στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόντος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρης</i> / <i>θηρᾶς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σκιο</i>-<i>θήρης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />αλιέας που ψαρεύει στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόντος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρης</i> / <i>θηρᾶς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σκιο</i>-<i>θήρης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποντοθήρης:''' -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη [[θάλασσα]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντοθήρης Medium diacritics: ποντοθήρης Low diacritics: ποντοθήρης Capitals: ΠΟΝΤΟΘΗΡΗΣ
Transliteration A: pontothḗrēs Transliteration B: pontothērēs Transliteration C: pontothiris Beta Code: pontoqh/rhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who fishes in the sea, AP6.193 (Phal.?).

German (Pape)

[Seite 681] ὁ, Meerjäger, Fischer, Flacc. 4 (VI, 193).

Greek (Liddell-Scott)

ποντοθήρης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀγρεύων, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 193.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse sur mer : pêcheur.
Étymologie: πόντος, θηράω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο-θήρης].

Greek Monotonic

ποντοθήρης: -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη θάλασσα, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.