πολύρρην: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(33)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ηνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] ποίμνια, [[πολλά]] πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αμάρτυρος]] τ. <i>ῥήν</i> «[[ποίμνιο]]» (που μαρτυρείται στην αιτ. <i>ῥῆνα</i>)].
|mltxt=-ηνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] ποίμνια, [[πολλά]] πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αμάρτυρος]] τ. <i>ῥήν</i> «[[ποίμνιο]]» (που μαρτυρείται στην αιτ. <i>ῥῆνα</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρρην Medium diacritics: πολύρρην Low diacritics: πολύρρην Capitals: ΠΟΛΥΡΡΗΝ
Transliteration A: polýrrēn Transliteration B: polyrrēn Transliteration C: polyrrin Beta Code: polu/rrhn

English (LSJ)

ηνος, (ἀρήν)

   A rich in lambs, Carm.Naupact.2 (EGFp.199K.): dat.sg. -ρρηνι Hsch. (-ρρήνη cod.): nom. pl. -ρρηνες, ἄνδρες Il.9.154,296, Hes.Fr.134.3, cf. Theoc. 25.117: the older dat. of πολύρρην ( Πολύ-ϝρην) is πολύαρνι (from *πολύ-ϝνι) Il.2.106 (-ϝρην is to ν-ι as πατήρ to πατρ-ί).

French (Bailly abrégé)

ηνος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui est riche en agneaux, p. suite en troupeaux.
Étymologie: πολύς, *ῥήν.

English (Autenrieth)

and πολύρρηνος (ϝρην, ϝάρνα): rich in sheep, Il. 9.154 and 296.

Greek Monolingual

-ηνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αμάρτυρος τ. ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren.