πορφυρεύς: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πομπ</i>-<i>εύς</i>)]. | |mltxt=-έως, ὁ, Α<br />ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πομπ</i>-<i>εύς</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πορφῠρεύς:''' -έως, ὁ, [[ψαράς]] πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A fisher for purple fish, Hdt.4.151, Arist.Pr.966b25, Ph.1.35, prob.in E. Fr.670.
German (Pape)
[Seite 686] ὁ, Purpurfischer, -sänger, -färber; Her. 4, 151; Luc. Tox. 18; Ael. H. A. 7, 34.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρεύς: έως, ὁ, ἁλιεὺς πορφύρας, ὁ ἁλιεύων κογχύλια πορφύρας, Λατ. purpurarius, Ἡρόδ. 4. 151, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2· ― οὕτως ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 672, ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 234 διορθοῖ βίος πορφυρέως θαλάσσιος ἀντὶ πορφυροῦς.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 pêcheur de coquillages à pourpre;
2 teinturier en pourpre.
Étymologie: πορφύρα.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. πομπ-εύς)].
Greek Monotonic
πορφῠρεύς: -έως, ὁ, ψαράς πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ.