πονόκαρδος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] στη [[δυστυχία]] τών άλλων, [[πονόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>καρδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδιά]]), | |mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] στη [[δυστυχία]] τών άλλων, [[πονόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>καρδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδιά]]), [[πρβλ]]. [[ανοιχτόκαρδος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που είναι ευαίσθητος στη δυστυχία τών άλλων, πονόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. ανοιχτόκαρδος].