ποσίνδα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(33)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πόσες φορές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ποσίνδα]] παίζειν» — [[ονομασία]] παιχνιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόσος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>πρβλ.</b> <i>κρυπτ</i>-[[ίνδα]])].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πόσες φορές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ποσίνδα]] παίζειν» — [[ονομασία]] παιχνιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόσος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>πρβλ.</b> <i>κρυπτ</i>-[[ίνδα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποσίνδα:''' επίρρ. ([[πόσος]]), πόσες φορές; [[ποσίνδα]] παίζειν = ἀρτιάζειν, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσίνδα Medium diacritics: ποσίνδα Low diacritics: ποσίνδα Capitals: ΠΟΣΙΝΔΑ
Transliteration A: posínda Transliteration B: posinda Transliteration C: posinda Beta Code: posi/nda

English (LSJ)

Adv., (πόσος)

   A how many times? π. παίζειν, = ἀρτιάζειν, play morra, X.Eq.Mag.5.10.

Greek (Liddell-Scott)

ποσίνδα: Ἐπίρρ. (πόσος) ποσάκις; π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Λατ. ludere par impar, παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν ἐκτείνει ταχέως δακτύλους τινὰς τῆς ἑαυτοῦ χειρὸς κεκλεισμένης οὔσης, ὁ δὲ ἕτερος ὀφείλει νὰ εἴπῃ ἀμέσως τὸ πόσοι εἶναι οἱ ἐκτεινόμενοι δάκτυλοι, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 10, ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ἐκ τῶν Θεογνώστου Καν. 164· πρβλ. βασιλίνδα.

French (Bailly abrégé)

adv.
(jouer) à combien (de fèves on a dans la main).
Étymologie: πόσος, -ινδα.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. πόσες φορές
2. φρ. «ποσίνδα παίζειν» — ονομασία παιχνιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα)].

Greek Monotonic

ποσίνδα: επίρρ. (πόσος), πόσες φορές; ποσίνδα παίζειν = ἀρτιάζειν, σε Ξεν.