προβιά: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
(34)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[προβειά]], η, Ν<br /><b>1.</b> [[δέρμα]], [[δορά]] προβάτου [[είτε]] στη [[φυσική]] της [[κατάσταση]] [[είτε]] [[μετά]] από [[κατεργασία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δέρμα]] ζώου, [[τομάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. <i>προβ</i>- του αμάρτυρου αρχ. τ. ονομαστικής [[πρόβα]](<i>ν</i>) του <i>πρόβατα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> / -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> [[μηλέα]] &GT; [[μηλιά]]). Για τον σχηματισμό της λ. <b>βλ.</b> και λ. [[πρόβειος]] / <i>πρόβιος</i>].
|mltxt=και δ. γρφ. [[προβειά]], η, Ν<br /><b>1.</b> [[δέρμα]], [[δορά]] προβάτου [[είτε]] στη [[φυσική]] της [[κατάσταση]] [[είτε]] [[μετά]] από [[κατεργασία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δέρμα]] ζώου, [[τομάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. <i>προβ</i>- του αμάρτυρου αρχ. τ. ονομαστικής [[πρόβα]](<i>ν</i>) του <i>πρόβατα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> / -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> [[μηλέα]] > [[μηλιά]]). Για τον σχηματισμό της λ. <b>βλ.</b> και λ. [[πρόβειος]] / <i>πρόβιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

και δ. γρφ. προβειά, η, Ν
1. δέρμα, δορά προβάτου είτε στη φυσική της κατάσταση είτε μετά από κατεργασία
2. (κατ' επέκτ.) δέρμα ζώου, τομάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. προβ- του αμάρτυρου αρχ. τ. ονομαστικής πρόβα(ν) του πρόβατα + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μηλέα > μηλιά). Για τον σχηματισμό της λ. βλ. και λ. πρόβειος / πρόβιος].