προσείδω: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(34)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(μόνο το μέσ.) <i>προσείδομαι</i><br />[[είμαι]] όμοιος με κάποιον («μάλιστ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται» — μοιάζει [[πάρα]] πολύ με τους βοστρύχους εκείνου, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴδομαι]] «[[μοιάζω]]»].
|mltxt=Α<br />(μόνο το μέσ.) <i>προσείδομαι</i><br />[[είμαι]] όμοιος με κάποιον («μάλιστ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται» — μοιάζει [[πάρα]] πολύ με τους βοστρύχους εκείνου, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴδομαι]] «[[μοιάζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''προσείδω:''' (aor. 2 [[προσεῖδον]] - inf. προσῐδεῖν, pf. [[πρόσοιδα]] - inf. [[προσειδέναι]])<br /><b class="num">1)</b> взирать, смотреть: σὰς προσιδοῦσα τύχας Aesch. взирая на твою судьбу; φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι (med.) Aesch. созерцать страшное зрелище;<br /><b class="num">2)</b> сверх того знать: [[χάριν]] [[προσειδέναι]] Plat. да еще питать признательность;<br /><b class="num">3)</b> med.-pass. походить, быть сходным (βοστρύχοις Aesch.).
}}
}}

Revision as of 02:56, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 757] gew. aor. προσεῖδον (s. προσοράω); Aesch. Ch. 176 praes. med., μάλιστ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται, ist ähnlich; – perf. πρόσοιδα, noch dazu wissen, χάριν προσειδέναι Plat. Apol. 20 a, u. Sp., wie Luc. M. dial. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

seul. aux temps suiv.
I. Act. 1 (ao.2 προσεῖδον > inf. προσιδεῖν) regarder, acc.;
2 (pf. πρόσοιδαinf. προσειδέναι) savoir en outre : χαρίν τινι PLAT savoir en outre gré à qqn;
II. Pass. prés. προσείδομαι, ressembler à, τινι;
Moy. προσείδομαι (inf. ao.2 προσιδέσθαι) contempler.
Étymologie: πρός, εἴδω.

Greek Monolingual

Α
(μόνο το μέσ.) προσείδομαι
είμαι όμοιος με κάποιον («μάλιστ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται» — μοιάζει πάρα πολύ με τους βοστρύχους εκείνου, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἴδομαι «μοιάζω»].

Russian (Dvoretsky)

προσείδω: (aor. 2 προσεῖδον - inf. προσῐδεῖν, pf. πρόσοιδα - inf. προσειδέναι)
1) взирать, смотреть: σὰς προσιδοῦσα τύχας Aesch. взирая на твою судьбу; φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι (med.) Aesch. созерцать страшное зрелище;
2) сверх того знать: χάριν προσειδέναι Plat. да еще питать признательность;
3) med.-pass. походить, быть сходным (βοστρύχοις Aesch.).