προσοκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[πλοίο]]) [[ρίχνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για ναυτιλλομένους) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («πολλοῑς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῑς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[εξοκέλλω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> παρεκτρέπομαι, [[παραστρατώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκέλλω]] «[[προσαράζω]], [[ρίχνω]] στην [[ξηρά]], [[παραστρατώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[πλοίο]]) [[ρίχνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για ναυτιλλομένους) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («πολλοῑς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῑς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[εξοκέλλω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> παρεκτρέπομαι, [[παραστρατώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκέλλω]] «[[προσαράζω]], [[ρίχνω]] στην [[ξηρά]], [[παραστρατώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσοκέλλω:'''<b class="num">1.</b> [[ρίχνω]] ένα [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., λέγεται για [[πλοίο]], [[πέφτω]] έξω, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοκέλλω Medium diacritics: προσοκέλλω Low diacritics: προσοκέλλω Capitals: ΠΡΟΣΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: prosokéllō Transliteration B: prosokellō Transliteration C: prosokello Beta Code: prosoke/llw

English (LSJ)

   A run [a ship] on shore, D.C.Fr.4.4: c. dat., run ashore on, Luc.VH2.2; so of the ship, Id.Tim.3: metaph., π. χρόνῳ v.l. in Aret.SD2.10; ἁ εὐμορφία τοῖς ποτοκέλλουσιν ἁδονὰς παρέχει Dius ap. Stob.4.21.17 (Ruhnk. cj. ποτοπτίλλουσιν).

German (Pape)

[Seite 774] ναῦν, das Schiff ans Land treiben, stranden lassen, Sp., wie Luc. V. H. 2, 2; auch intrans., Tim. 3; πόδα, den Fuß woran stoßen, Aret. – S. προσοπτίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

προσοκέλλω: ναῦν, ῥίπτω πλοῖον ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 2, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3 Sturz. 2) ἀπολ., ἐπὶ τοῦ πλοίου, «πίπτω ἔξω», Λουκ. Τίμ. 3· μεταφ., πρ. χρόνῳ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10. - Παρὰ Στοβ. 409. 9. Ruhnk. διορθοῖ ποτοπτίλλω.

French (Bailly abrégé)

f. προσοκελῶ, ao. προσώκειλα;
1 tr. pousser un navire vers le rivage, aborder;
2 intr. en parl. du navire aborder.
Étymologie: πρός, ὀκέλλω.

Greek Monolingual

Α
1. (σχετικά με πλοίο) ρίχνω στην ξηρά
2. (για ναυτιλλομένους) ρίχνω το πλοίο πάνω σε κάτι («πολλοῑς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῑς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», Λουκιαν.)
3. (αμτβ.) (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, εξοκέλλω
4. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὀκέλλω «προσαράζω, ρίχνω στην ξηρά, παραστρατώ»].

Greek Monotonic

προσοκέλλω:1. ρίχνω ένα πλοίο στην ξηρά, σε Λουκ.
2. απόλ., λέγεται για πλοίο, πέφτω έξω, στον ίδ.