προσωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α [[προσώνυμος]]<br />πρόσθετο όνομα, [[επωνυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[δικαίωμα]] κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην [[κορυφή]] ενός καταλόγου ονομάτων.
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α [[προσώνυμος]]<br />πρόσθετο όνομα, [[επωνυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[δικαίωμα]] κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην [[κορυφή]] ενός καταλόγου ονομάτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσωνῠμία:''' ἡ ([[ὄνομα]]), [[επωνυμία]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωνῠμία Medium diacritics: προσωνυμία Low diacritics: προσωνυμία Capitals: ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: prosōnymía Transliteration B: prosōnymia Transliteration C: prosonymia Beta Code: proswnumi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A surname, Hp.Morb.Sacr.1, Dsc.2.142, 3.3, Plu.Per.8,39, Gal.6.778, D.C.41.39, etc.    II right of placing one's name at the head of an order, BCH51.220 (Thasos, pl.).

Greek (Liddell-Scott)

προσωνῠμία: ἡ, ἐπωνυμία, Ἱππ. (?), Πλουτ. Περικ. 8. 30, Διοσκ. 3, 151 (161), κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
surnom.
Étymologie: πρός, ὄνομα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α προσώνυμος
πρόσθετο όνομα, επωνυμία
αρχ.
το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων.

Greek Monotonic

προσωνῠμία: ἡ (ὄνομα), επωνυμία, σε Πλούτ.