προχοΐδα: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[προχοΐς]], -[[ίδος]], ΝΑ<br />(στην αρχαιολ.) μικρή [[πρόχους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] ογκομετρικών αναλύσεων για τη [[μέτρηση]] του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίχυση]], το να ρίχνει [[κανείς]] [[υγρό]] [[πάνω]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόχους]] / [[πρόχοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κορων</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=η / [[προχοΐς]], -[[ίδος]], ΝΑ<br />(στην αρχαιολ.) μικρή [[πρόχους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] ογκομετρικών αναλύσεων για τη [[μέτρηση]] του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίχυση]], το να ρίχνει [[κανείς]] [[υγρό]] [[πάνω]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόχους]] / [[πρόχοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[κορωνίς]])].
}}
}}

Revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / προχοΐς, -ίδος, ΝΑ
(στην αρχαιολ.) μικρή πρόχους
νεοελλ.
χημ. όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια κατά τη διεξαγωγή ογκομετρικών αναλύσεων για τη μέτρηση του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων
αρχ.
επίχυση, το να ρίχνει κανείς υγρό πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορωνίς)].