προφυλακίς: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(35)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(ενν. <i>ναῡς</i>) [[πλοίο]] που έχει ταχθεί ως [[προφυλακή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προφυλακή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(ενν. <i>ναῡς</i>) [[πλοίο]] που έχει ταχθεί ως [[προφυλακή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προφυλακή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''προφῠλᾰκίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f сторожевая, несущая охрану ([[ναῦς]] Thuc.).
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 798] ίδος, ἡ, ναῦς, Wachtschiff, Thuc. 1, 117 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
ναῦς THC vaisseau placé en vedette.
Étymologie: προφυλάσσω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(ενν. ναῡς) πλοίο που έχει ταχθεί ως προφυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλακή + επίθημα -ίς, -ίδος].

Russian (Dvoretsky)

προφῠλᾰκίς: ίδος (ῐδ) adj. f сторожевая, несущая охрану (ναῦς Thuc.).