προφράζω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προαναγγέλλω]], [[επισημαίνω]] από [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[εξηγώ]] από [[πριν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[λέγω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προαναγγέλλω]], [[επισημαίνω]] από [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[εξηγώ]] από [[πριν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[λέγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προλέγω]], σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>προπεφραδμένα ἆθλα</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφράζω Medium diacritics: προφράζω Low diacritics: προφράζω Capitals: ΠΡΟΦΡΑΖΩ
Transliteration A: prophrázō Transliteration B: prophrazō Transliteration C: profrazo Beta Code: profra/zw

English (LSJ)

   A tell or announce beforehand, Hdt.1.120 (unless = προειπεῖν, προερεῖν, speak out boldly): pf. part. Pass., προπεφραδμένα . . ἄεθλα Hes.Op.655, cf. A.R.3.1315.    II Pass., to be explained above or previously, Nicom.Ar.1.19.

German (Pape)

[Seite 798] (s. φράζω), vorher-, voraussagen, od. ankündigen; Her. 1, 120 καὶ νῦν εἰ φοβερόν τι ἑωρῶμεν, πᾶν ἄν σοι προεφράζομεν, wo es auch »gerade heraussagen« bedeuten kann; pass., προπεφραδμένα ἆθλα, vorher verkündigte Kampfpreise, Hes. O. 657, wo Herm. προπεφασμένα ändern will; vgl. aber Ap. Rh. 3, 1315, δὴ γάρ σφι πάλαι προπεφραδμένον ἦεν.

Greek (Liddell-Scott)

προφράζω: μέλλ. -σω, προλέγω, Ἡρόδ. 1. 120 (ἔνθα ὁ Schweigh. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = προειπεῖν, προερεῖν, μετοχ. παθητ. πρκμ. προπεφραδμένα ἆθλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653, ἔνθα ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ προπεφασμένα (ἰδὲ προφαίνω Ι. 3), ἀλλὰ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1315.

French (Bailly abrégé)

annoncer ou proclamer d’avance.
Étymologie: πρό, φράζω.

Greek Monolingual

Α
1. προαναγγέλλω, επισημαίνω από πριν
2. εξηγώ από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + < φράζω «λέγω»].

Greek Monotonic

προφράζω: μέλ. -σω, προλέγω, σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. παρακ. προπεφραδμένα ἆθλα, σε Ησίοδ.