επισημαίνω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
(AM ἐπισημαίνω)
νεοελλ.
1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, το μαρκάρω για να μπορώ να το αναγνωρίζω
2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση
3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως σημεία αναγνώρισης
αρχ.
1. (για αρρώστια) γίνομαι φανερός, παρουσιάζομαι ως σύμπτωμα, αφήνω σημάδι σε κάποιον
2. σημαδεύω, σημειώνω, βάζω σημάδι κάπου
3. (με απρμφ.) (για θεότητα) δίνω σημάδι, γνωστοποιώ τη θέλησή μου («ὁ δὲ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι», Ξεν.)
4. (μτβ.) παρουσιάζω συμπτώματα
5. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω («ἔφασαν ἐπισημαίνειν τὸ δαιμόνιον, μεγάλῳ τινὶ καὶ κοινῷ κακῷ τὴν γεγενημένην παρανομίαν καὶ ἀσέβειαν ἐπεξερχόμενον», Πλούτ.)
6. μέσ. ἐπισημαίνομαι
α) σφραγίζω
β) (για ιστορικούς συγγραφείς) χαρακτηρίζω εμφανώς, τονίζω με έμφαση
γ) διακρίνω
δ) βάζω το όνομα και τη σφραγίδα μου ως σημάδι εγκρίσεως, υπογράφω
ε) επικροτώ, επιδοκιμάζω («καὶ τοὺς ἀκούοντας ἐπισημαίνεσθαι», Ισοκρ.)
στ) (με κακή σημ.) αποδοκιμάζω
ζ) τιμώ κάποιον («ὅ τε στρατηγὸς ἐπισημαίνεται δώροις», Πολ.)
7. παθ. ονομάζομαι με το όνομα άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σημαίνω ή, λιγότερο πιθανό, απ’ ευθείας από τη λ. το επίσημα].