πυραυγής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυριαυγής]], -ές, Α<br />[[λαμπρός]], αυτός που λάμπει σαν τη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> / <i>πυρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυκ</i>-<i>αυγής</i>, <i>φωτ</i>-<i>αυγής</i>].
|mltxt=και [[πυριαυγής]], -ές, Α<br />[[λαμπρός]], αυτός που λάμπει σαν τη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> / <i>πυρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυκ</i>-<i>αυγής</i>, <i>φωτ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠραυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), [[λαμπρός]] όπως η [[φωτιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠραυγής Medium diacritics: πυραυγής Low diacritics: πυραυγής Capitals: ΠΥΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: pyraugḗs Transliteration B: pyraugēs Transliteration C: pyravgis Beta Code: puraugh/s

English (LSJ)

ές, (αὐγή)

   A fiery bright, h.Mart.6, AP12.41 (Mel.), Luc. Nav.5, Nonn.D.2.536, al.

German (Pape)

[Seite 820] ές, feuerglänzend, H. h. 7, 6 u. Sp.; Luc. Nav. 5; παῖς, Mel. 49 (XII, 41); Maneth. 1, 112.

Greek (Liddell-Scott)

πῠραυγής: -ές, (αὐγὴ) λαμπρὸς ὡς τὸ πῦρ, Ὕμν. 7. 6, Ἀνθ. Π. 12. 41, Νόνν., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat du feu.
Étymologie: πῦρ, αὐγή.

Greek Monolingual

και πυριαυγής, -ές, Α
λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ / πυρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ-αυγής, φωτ-αυγής].

Greek Monotonic

πῠραυγής: -ές (αὐγή), λαμπρός όπως η φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.