ρητορεία: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(36)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥητορεία]], ΝΑ [[ῥητορεύω]]<br />η [[ικανότητα]] του να ρητορεύει [[κανείς]], η [[ρητορική]] [[τέχνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το τρίτο [[είδος]] του πεζού λόγου, [[μετά]] τον φιλοσοφικό και τον ιστορικό, που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο [[οποίος]] περιλαμβάνει συμβουλευτικούς, δικανικούς και επιδεικτικούς ή πανηγυρικούς λόγους<br /><b>2.</b> το [[χάρισμα]] του λέγειν, η [[ευγλωττία]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> [[φλυαρία]], [[πολυλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />έντεχνα παρασκευασμένος [[λόγος]] («ἰδεῶν τῶν ἐν ταῑς ῥητορείαις διαλαμπουσῶν», Ισοκρ.).
|mltxt=η / [[ῥητορεία]], ΝΑ [[ῥητορεύω]]<br />η [[ικανότητα]] του να ρητορεύει [[κανείς]], η [[ρητορική]] [[τέχνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το τρίτο [[είδος]] του πεζού λόγου, [[μετά]] τον φιλοσοφικό και τον ιστορικό, που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο [[οποίος]] περιλαμβάνει συμβουλευτικούς, δικανικούς και επιδεικτικούς ή πανηγυρικούς λόγους<br /><b>2.</b> το [[χάρισμα]] του λέγειν, η [[ευγλωττία]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> [[φλυαρία]], [[πολυλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />έντεχνα παρασκευασμένος [[λόγος]] («ἰδεῶν τῶν ἐν ταῖς ῥητορείαις διαλαμπουσῶν», Ισοκρ.).
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

η / ῥητορεία, ΝΑ ῥητορεύω
η ικανότητα του να ρητορεύει κανείς, η ρητορική τέχνη
νεοελλ.
1. το τρίτο είδος του πεζού λόγου, μετά τον φιλοσοφικό και τον ιστορικό, που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο οποίος περιλαμβάνει συμβουλευτικούς, δικανικούς και επιδεικτικούς ή πανηγυρικούς λόγους
2. το χάρισμα του λέγειν, η ευγλωττία
3. ειρων. φλυαρία, πολυλογία
αρχ.
έντεχνα παρασκευασμένος λόγος («ἰδεῶν τῶν ἐν ταῖς ῥητορείαις διαλαμπουσῶν», Ισοκρ.).