ρύζω: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(36) |
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ῥυζῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[ράζω]], [[γρυλλίζω]] ή [[γαβγίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[γεράκι]]) [[κρώζω]], [[κράζω]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥύζουσι<br />διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» <br />β) «ῥυζῶν<br />πενθῶν<br />διὰ τὸ τοὺς | |mltxt=και ῥυζῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[ράζω]], [[γρυλλίζω]] ή [[γαβγίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[γεράκι]]) [[κρώζω]], [[κράζω]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥύζουσι<br />διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» <br />β) «ῥυζῶν<br />πενθῶν<br />διὰ τὸ τοὺς πενθοῦντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας (<b>πρβλ.</b> [[ῥάζω]] και τα συνώνυμα ρ. σε -<i>ύζω</i>: [[γρύζω]], [[ἰύζω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 26 March 2021
Greek Monolingual
και ῥυζῶ, -έω, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω
2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι
διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι»
β) «ῥυζῶν
πενθῶν
διὰ τὸ τοὺς πενθοῦντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. είναι προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. ῥάζω και τα συνώνυμα ρ. σε -ύζω: γρύζω, ἰύζω)].