ρυτός: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(36) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτός]].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br />αυτός που σύρεται, που τον τραβούν, ελκυστός<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[ῥυτά]]<br />τα [[ηνία]] αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. <i>ῥυτοῖσι λάεσσι</i>. Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το ρ. <i>έρύω</i> (Ι) «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [[είναι]] βέβαια ορθή για τον τ. [[ῥυτά]] «[[ηνία]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥυ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ.), ενώ για τον τ. [[ῥυτός]] στη συγκεκριμένη φρ. φαίνεται λιγότερο πιθανή. Κατά μία [[άποψη]] η φρ. αντιστοιχεί στο λατ, <i>r</i><i>ū</i><i>ta</i> (<i>caesa</i>) με σημ. «εξορυγμένοι, ακατέργαστοι λίθοι, σε [[αντιδιαστολή]] ίσως με τη φρ. <i>ξεστοῖσι λίθοι</i>, [[οπότε]] και η [[σύνδεση]] με το ρ. [[ἐρύω]] ισχύει. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα [[ῥυσός]] και [[ῥυτίς]], ενώ υπάρχει, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. του προελλην. γλωσσικού υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>dera</i>, πιθ. από ετρουσκ.)].<br /> <b>(III)</b><br />-ή, -ό / [[ῥυτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />(για [[υγρό]]) αυτός που ρέει, που κυλά, [[ρευστός]], [[τρεχούμενος]] («ῥυτὰ ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ρυτό]] και [[ῥυτόν]]<br /><b>βλ.</b> [[ρυτό]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χωνί]] με [[σχήμα]] ηθμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥυτός]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύσις]]) και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>sruta</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
-ή, -όν, Α
βλ. ρυτός.
(II)
-ή, -όν, Α
αυτός που σύρεται, που τον τραβούν, ελκυστός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτά
τα ηνία αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το ρ. έρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» είναι βέβαια ορθή για τον τ. ῥυτά «ηνία» (< θ. ῥυ- + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.), ενώ για τον τ. ῥυτός στη συγκεκριμένη φρ. φαίνεται λιγότερο πιθανή. Κατά μία άποψη η φρ. αντιστοιχεί στο λατ, rūta (caesa) με σημ. «εξορυγμένοι, ακατέργαστοι λίθοι, σε αντιδιαστολή ίσως με τη φρ. ξεστοῖσι λίθοι, οπότε και η σύνδεση με το ρ. ἐρύω ισχύει. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα ῥυσός και ῥυτίς, ενώ υπάρχει, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για λ. του προελλην. γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. λατ. rūdera, πιθ. από ετρουσκ.)].
(III)
-ή, -ό / ῥυτός, -ή, -όν, ΝΑ
(για υγρό) αυτός που ρέει, που κυλά, ρευστός, τρεχούμενος («ῥυτὰ ὕδατα», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ρυτό και ῥυτόν
βλ. ρυτό
αρχ.
χωνί με σχήμα ηθμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυτός έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύσις) και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. sruta].