ῥύσκομαι: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(36) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />παρλλ. τ. του [[ῥύομαι]] («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σκω</i> / -<i>σκομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βιώ</i>-<i>σκομαι</i>)]. | |mltxt=Α<br />παρλλ. τ. του [[ῥύομαι]] («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σκω</i> / -<i>σκομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βιώ</i>-<i>σκομαι</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥύσκομαι:''' = [[ῥύομαι]]· <i>ῥύσκευ</i>, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. ρύω (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. ῥυθμός, ῥυθμόω.
German (Pape)
[Seite 853] Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύσκομαι: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥύομαι· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730.
Greek Monolingual
Α
παρλλ. τ. του ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα -σκω / -σκομαι (πρβλ. βιώ-σκομαι)].
Greek Monotonic
ῥύσκομαι: = ῥύομαι· ῥύσκευ, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ.