σάν: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(36) |
(6) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(III)</b><br /> τὸ, Α<br /> δωρική [[ονομασία]] του γράμματος [[σίγμα]] («τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ [[σίγμα]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβραϊκό <i>š</i><i>ī</i><i>n</i>]. | |mltxt=<b>(III)</b><br /> τὸ, Α<br /> δωρική [[ονομασία]] του γράμματος [[σίγμα]] («τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ [[σίγμα]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβραϊκό <i>š</i><i>ī</i><i>n</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σάν:''' βλ. Σ, σ I. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
σάν: ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ Β. [ᾰ, ἴδε παρ’ Ἀθην. 454F].
French (Bailly abrégé)
(τό) :
nom dorien du sigma.
Étymologie: cf. hébr. shin ; sa forme M dérive du șade.
English (Slater)
σάν Doric name for the letter sigma. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων (a ref. either to ἄσιγμοι ᾠδαί, Athen. 455c, or to mispronounciation of sigma, Wil.) Δ. 2. 3.
Greek Monolingual
(III)
τὸ, Α
δωρική ονομασία του γράμματος σίγμα («τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβραϊκό šīn].
Greek Monotonic
σάν: βλ. Σ, σ I.